Τρίτη 8 Απριλίου 2014



ΜΕΡΟΣ Β-ΙΙ




            Όταν το δύσκολο βράδυ περνά, όπως συμβαίνει συνήθως με ανθρώπους σαν το Σταύρο, όλα επανέρχονται σε μία καθημερινή ρουτίνα.  Και ακόμη και τα γεγονότα που ξαφνικά εισβάλλουν στην καθημερινότητα, οι άνθρωποι αυτοί τείνουν να τα αντιμετωπίζουν σαν κάτι το σύνηθες, σαν μια οικεία δυσκολία. Η σχέση του με την Ασπασία, συνεπώς, σταθεροποιήθηκε κι αυτή και το γεγονός παρέμεινε ως ένα καταχωνιασμένο παράπονο στο πίσω μέρος του μυαλού του.
            «Χθες το βράδυ, καθώς κοιμόσουν διάβαζα λίγο από τον Πάμπλο Νερούδα», είπε ο Σταύρος. « Ξέρεις, έχει ένα πολύ ωραίο ποίημα, που λέει πως αν πάψεις να αγαπάς κάποιον με τον καιρό και κείνος σταματάει  να σ’ αγαπάει. Εσύ τι λες;» συμπλήρωσε. «Εγώ το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν πρόκειται να σταματήσω να σ’ αγαπάω ποτέ ό,τι και να γίνει», απάντησε κατηγορηματική η Ασπασία. Η αλήθεια είναι πως ο Σταύρος αδυνατούσε να δεχτεί την τόση σιγουριά της, θεωρώντας βαθιά μέσα του τον εαυτό του αρκετά αναλώσιμο στη ζωή της. Δεν μίλησε όμως, προτίμησε να αλλάξει θέμα και να μεταφέρει την συζήτηση σε κάτι πιο ανώδυνο, όπως  η ταινία επιστημονικής φαντασίας που χαν δει το προηγούμενο βράδυ.
            Στο «καφέ της ελευθερίας» πέρασαν το βράδυ τους. Παρέα με όλους τους όμοιους της Ασπασίας, παρέα με εκείνους που την έκαναν να νιώθει πως είναι σπουδαία. Ο Σταύρος προσπαθούσε να προσαρμοστεί στα δεδομένα και όσο το προσπαθούσε τόσο περισσότερο ένιωθε πιο μακριά από αυτούς. Σώπαινε ακούγοντας την να γελά και να καυχιέται  κάθε βράδυ ανακυκλώνοντας τα ίδια γεγονότα καθώς και το πόσο ευφυέστατα είχε αντιδράσει σε αυτά. Σώπαινε απλά και μόνο ξέροντας πως κάπως έτσι γέμιζε το κενό της. Που και που γύριζε και τον ρωτούσε αν ήταν καλά, γιατί δεν μιλούσε. Και κείνος όλο και περισσότερο βυθιζόταν στις σκέψεις του, όλο και περισσότερο αδυνατούσε να μπορέσει να ακολουθήσει μία συζήτηση, σαν κάποιος σιγά σιγά να του έκλεβε την δύναμη να αρθρώσει τα λόγια του. Λίγο καιρό μετά ο ίδιος το θεώρησε σαν την αρχή του προβλήματος του και έπειτα από κάποια χρόνια ως τα πρώτα σημάδια. Η πραγματικότητα δεν μπορεί να αφήσει τίποτα ανεπηρέαστο και αν κανείς συνηθίσει στο να πετάει είναι δύσκολο μετά να αρχίσει να περπατάει. Τα πόδια ατροφούν, η ζωή ατροφεί.
            Όσο αφορά την δουλειά τα πράγματα ήταν ακόμη πιο δύσκολα. Ο Σταύρος δούλευε σε ένα καφέ στο κέντρο της πόλης. Σέρβιρε τον κόσμο με ένα τεράστιο χαμόγελο προσπαθώντας να κρύψει όλα αυτά που τον έπνιγαν. Κάποτε αυτό το πετύχαινε και κάποτε απλά τον παρέσερνε η θλίψη του, ανίκανο πια να υποδυθεί  έναν άλλο εαυτό.  Την δουλειά του την αγαπούσε ακόμη και αν δεν μπορούσε να του προσφέρει τα απαραίτητα. Όπως αγαπούσε πολύ και τη ζωγραφική. Πόσο όμορφη ασχολία του φαινόταν, πόσο θα θελε να ασχολείται περισσότερο με αυτήν, πόσο μέτριος ένιωθε΄
Πολλές φορές έφτιαχνε πίνακες με αυτά που ήθελε να πει στην Ασπασία και τους της έδειχνε. «Πώς σου φαίνονται;» την ρωτούσε περιμένοντας να ακούσει ένα σχόλιο γι αυτά που έδειχνε πως ένιωθε. «Είναι πολύ ωραίοι. Μπράβο σου! Ζωγραφίζεις υπέροχα.» ήταν πάντα η απάντηση της. Μα εκείνου δεν του αρκούσε γιατί απλά δεν είχε καταλάβει όσα ήθελε να της πει. «Όσο άσχημα και να ζωγραφίζω είναι προφανές αυτό που θέλω να πω. Γιατί δεν το βλέπει;» σκεφτόταν εκείνος αλλά δεν το έλεγε, απλά χαμογελούσε και απαντούσε με το συρμένο του χαμόγελο: «Σε ευχαριστώ!»
            Η ζωή του βέβαια δεν ήταν μόνο η Ασπασία. Περιελάμβανε διάφορα πρόσωπα και ποικίλες καταστάσεις. Ωστόσο, βέβαια, το κομμάτι της ζωής του που αφορούσε εκείνη δεν μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστα τα υπόλοιπα. Όση παραπάνω υπομονή τής έδειχνε τόσο πιο απόλυτος γινόταν με τις αδυναμίες των άλλων. Περνούσαν κατά καιρούς από διάφορα στάδια. Για τον Σταύρο όλο αυτό γινόταν όλο και πιο ψυχοφθόρο, όλο και πιο κενό.
 «Μα η οικειότητα τελικά είναι μεγάλη ιστορία. Μπορεί το τίποτα να το κάνει σημαντικό και έναν άνθρωπο που απλά συνήθισες να αγαπάς να τον κάνει να φαντάζει στο μυαλό σου σαν οικογένεια, σαν κάτι το οποίο δεν πρόκειται να σε προδώσει ποτέ τελικά. ΄Ωσπου μέχρι κι αυτό κάποια στιγμή ανατρέπεται…» μου είπε κάποια στιγμή ο Σταύρος μετά από χρόνια, όταν τον γνώρισα.