Σάββατο 31 Μαΐου 2014

παρενθετικά κάτι πιο παλιο



Καθώς περιδιαβαίνεις μονάχος
σε δρόμους σπαρμένους από τρεμάμενο χέρι,
μαθαίνεις να προσπερνάς το επικριτικό θρόισμα των φύλλων
που μια ανάσα αέρα αρκεί για να βρεθούν εν κινήσει.
Η κατευνασμένη θέρμη σου,
της παρατεταμένης εφηβείας των απολεσθέντων στιγμών,
αντανακλάται στο μειδίαμα του φεγγαριού,
που ναι όμοιο με κείνο του γνωστού πορτρέτου.


Προσπάθησε μονάχα να μη συνθλίβεις
με το βαρύ και ρυθμικό σου βηματισμό
τον κόσμο των εντόμων που βρίσκονται κάτω από το πέλμα σου.
Αν δεν μπορείς να χτίσεις σεβάσου αυτούς που ζουν χτίζοντας!


Καθώς περιδιαβαίνεις μονάχος,
μη παρομοιάζεις το πέρασμα με τρέξιμο.
Να ξέρεις πως η ακρίβεια δεν βρίσκεται μέσα στην αλήθεια,
αλλά την βλέπεις, την αισθάνεσαι σαν να αναδύεται αργά.
Η κουρασμένη πίστη σου,
προδομένη από τους Θεούς που για χρόνια θρέφεις στους βωμούς σου,
θα αργοσβήνει μέσα σε μέρες καλοκαιριού,
που τις έχτισες σε ένα γερασμένο πλάτανο.


Προσπάθησε να μην πιστέψεις,
πως συ θα φτάσεις πουθενά χωρίς σταματημό,
στον κόσμο τούτο τον απότομο, μες σε κείνο το συνεχές του.
Το να κινείσαι δεν σημαίνει πως δεν είσαι δορυφόρος!


Καθώς περιδιαβαίνεις μονάχος,
με το σύνδρομο του παιδιού που δε μεγαλώνει,
να μαθαίνεις πως η νιότη απαιτεί μια ευφράδεια
που δύσκολα εναποθέτεις στα αργυλένια σου καλούπια.
Η κοιμωμένη ύβρις σου
δεν τιμωρήθηκε ποτέ από κανένα σκληρό Ποσειδώνα
και κανένα καράβι δεν μπαρκάρισε για την επιστροφή
μέσα από κοιλάδες με νότες μουσικές.


Προσπάθησε μονάχα να καταλάβεις
πως σαν οι δείκτες χτυπούν το πιάνο στην κοιλάδα σωπαίνει
και οι μετρονόμοι αργοσβήνοντας πάουν να ηχούν.
Αν δεν ξέρεις ότι μπορείς να ζήσεις φυσικά άσε να ζήσουν εκείνους που ξέρουν ότι δεν μπορούν...!

Τρίτη 8 Απριλίου 2014



ΜΕΡΟΣ Β-ΙΙ




            Όταν το δύσκολο βράδυ περνά, όπως συμβαίνει συνήθως με ανθρώπους σαν το Σταύρο, όλα επανέρχονται σε μία καθημερινή ρουτίνα.  Και ακόμη και τα γεγονότα που ξαφνικά εισβάλλουν στην καθημερινότητα, οι άνθρωποι αυτοί τείνουν να τα αντιμετωπίζουν σαν κάτι το σύνηθες, σαν μια οικεία δυσκολία. Η σχέση του με την Ασπασία, συνεπώς, σταθεροποιήθηκε κι αυτή και το γεγονός παρέμεινε ως ένα καταχωνιασμένο παράπονο στο πίσω μέρος του μυαλού του.
            «Χθες το βράδυ, καθώς κοιμόσουν διάβαζα λίγο από τον Πάμπλο Νερούδα», είπε ο Σταύρος. « Ξέρεις, έχει ένα πολύ ωραίο ποίημα, που λέει πως αν πάψεις να αγαπάς κάποιον με τον καιρό και κείνος σταματάει  να σ’ αγαπάει. Εσύ τι λες;» συμπλήρωσε. «Εγώ το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν πρόκειται να σταματήσω να σ’ αγαπάω ποτέ ό,τι και να γίνει», απάντησε κατηγορηματική η Ασπασία. Η αλήθεια είναι πως ο Σταύρος αδυνατούσε να δεχτεί την τόση σιγουριά της, θεωρώντας βαθιά μέσα του τον εαυτό του αρκετά αναλώσιμο στη ζωή της. Δεν μίλησε όμως, προτίμησε να αλλάξει θέμα και να μεταφέρει την συζήτηση σε κάτι πιο ανώδυνο, όπως  η ταινία επιστημονικής φαντασίας που χαν δει το προηγούμενο βράδυ.
            Στο «καφέ της ελευθερίας» πέρασαν το βράδυ τους. Παρέα με όλους τους όμοιους της Ασπασίας, παρέα με εκείνους που την έκαναν να νιώθει πως είναι σπουδαία. Ο Σταύρος προσπαθούσε να προσαρμοστεί στα δεδομένα και όσο το προσπαθούσε τόσο περισσότερο ένιωθε πιο μακριά από αυτούς. Σώπαινε ακούγοντας την να γελά και να καυχιέται  κάθε βράδυ ανακυκλώνοντας τα ίδια γεγονότα καθώς και το πόσο ευφυέστατα είχε αντιδράσει σε αυτά. Σώπαινε απλά και μόνο ξέροντας πως κάπως έτσι γέμιζε το κενό της. Που και που γύριζε και τον ρωτούσε αν ήταν καλά, γιατί δεν μιλούσε. Και κείνος όλο και περισσότερο βυθιζόταν στις σκέψεις του, όλο και περισσότερο αδυνατούσε να μπορέσει να ακολουθήσει μία συζήτηση, σαν κάποιος σιγά σιγά να του έκλεβε την δύναμη να αρθρώσει τα λόγια του. Λίγο καιρό μετά ο ίδιος το θεώρησε σαν την αρχή του προβλήματος του και έπειτα από κάποια χρόνια ως τα πρώτα σημάδια. Η πραγματικότητα δεν μπορεί να αφήσει τίποτα ανεπηρέαστο και αν κανείς συνηθίσει στο να πετάει είναι δύσκολο μετά να αρχίσει να περπατάει. Τα πόδια ατροφούν, η ζωή ατροφεί.
            Όσο αφορά την δουλειά τα πράγματα ήταν ακόμη πιο δύσκολα. Ο Σταύρος δούλευε σε ένα καφέ στο κέντρο της πόλης. Σέρβιρε τον κόσμο με ένα τεράστιο χαμόγελο προσπαθώντας να κρύψει όλα αυτά που τον έπνιγαν. Κάποτε αυτό το πετύχαινε και κάποτε απλά τον παρέσερνε η θλίψη του, ανίκανο πια να υποδυθεί  έναν άλλο εαυτό.  Την δουλειά του την αγαπούσε ακόμη και αν δεν μπορούσε να του προσφέρει τα απαραίτητα. Όπως αγαπούσε πολύ και τη ζωγραφική. Πόσο όμορφη ασχολία του φαινόταν, πόσο θα θελε να ασχολείται περισσότερο με αυτήν, πόσο μέτριος ένιωθε΄
Πολλές φορές έφτιαχνε πίνακες με αυτά που ήθελε να πει στην Ασπασία και τους της έδειχνε. «Πώς σου φαίνονται;» την ρωτούσε περιμένοντας να ακούσει ένα σχόλιο γι αυτά που έδειχνε πως ένιωθε. «Είναι πολύ ωραίοι. Μπράβο σου! Ζωγραφίζεις υπέροχα.» ήταν πάντα η απάντηση της. Μα εκείνου δεν του αρκούσε γιατί απλά δεν είχε καταλάβει όσα ήθελε να της πει. «Όσο άσχημα και να ζωγραφίζω είναι προφανές αυτό που θέλω να πω. Γιατί δεν το βλέπει;» σκεφτόταν εκείνος αλλά δεν το έλεγε, απλά χαμογελούσε και απαντούσε με το συρμένο του χαμόγελο: «Σε ευχαριστώ!»
            Η ζωή του βέβαια δεν ήταν μόνο η Ασπασία. Περιελάμβανε διάφορα πρόσωπα και ποικίλες καταστάσεις. Ωστόσο, βέβαια, το κομμάτι της ζωής του που αφορούσε εκείνη δεν μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστα τα υπόλοιπα. Όση παραπάνω υπομονή τής έδειχνε τόσο πιο απόλυτος γινόταν με τις αδυναμίες των άλλων. Περνούσαν κατά καιρούς από διάφορα στάδια. Για τον Σταύρο όλο αυτό γινόταν όλο και πιο ψυχοφθόρο, όλο και πιο κενό.
 «Μα η οικειότητα τελικά είναι μεγάλη ιστορία. Μπορεί το τίποτα να το κάνει σημαντικό και έναν άνθρωπο που απλά συνήθισες να αγαπάς να τον κάνει να φαντάζει στο μυαλό σου σαν οικογένεια, σαν κάτι το οποίο δεν πρόκειται να σε προδώσει ποτέ τελικά. ΄Ωσπου μέχρι κι αυτό κάποια στιγμή ανατρέπεται…» μου είπε κάποια στιγμή ο Σταύρος μετά από χρόνια, όταν τον γνώρισα.
           


Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014


         ΜΕΡΟΣ Β-Ι


          Μία μονότονη βροχή ακουγόταν έξω από το παράθυρο. Τα αυτοκίνητα περνούσαν διαρκώς. Όλα γύρω  κινούνταν στο δικό τους ρυθμό. Όλα τόσο αυτόνομα και τόσο ανεπηρέαστα,  μέσα στον καθημερινό ρυθμό.

Μα μέσα στο σπίτι…«I'm not here/ This isn't happening/I'm not here, I'm not here…» η μουσική τύλιγε περίτεχνα το χώρο, που από τον πολύ καπνό του τσιγάρου είχε  αποκτήσει ένα θολό φωτισμό. Κάτι σκισμένοι καμβάδες και χρώματα σκορπισμένα παντού. Ο Σταύρος ήταν καθισμένος με την πλάτη στον τοίχο, με  λυγισμένα γόνατα και κοίταζε με σοκ τις παλάμες του όπου έτρεχαν μπογιές. Λες και με αυτά τα χέρια «έπνιξε» τον εαυτό του. https://www.youtube.com/watch?v=chE1_g3GAWw  «Αααααααα…!», μια δυνατή κραυγή και έπειτα δάκρυα που σκέπασαν την μουσική.
            Όταν το ξέσπασμα πέρασε, σήκωσε το σώμα του και πήγε δίπλα στο παράθυρο. Πήρε το τηλέφωνο στα χέρια του και το κοίταζε. « Τι κάνεις;» είπε ο Σταύρος. «Σπίτι είμαι, προσπαθούσα να… ξέρεις δεν είμαι και πολύ καλά.» συνέχισε. Η Ασπασία στην άλλη μεριά του τηλεφώνου άρχιζε να εξιστορεί τη μέρα της γεμάτη ενθουσιασμό και όταν πια τελείωσε την αφήγηση της  του είπε: «Πρέπει να σ’ αφήσω τώρα, με περιμένουν τα παιδία.» « Ξέρεις δεν είμαι καλά, δεν νιώθω καλά με μένα, με μας, με τους γύρω μου…Πνίγομαι! Είναι πολλά και μπερδεμένα! Θέλω να με βοηθήσεις» της είπε εκείνος. «Σταύρο, εσύ έχεις το πρόβλημα όχι εγώ… λύσ’ το μόνος σου!»

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

ΜΕΡΟΣ Α΄

            «Ο χρόνος πέρασε…Κοίτα πόσο άλλαξαν όλα; Κοίτα πως άλλαξα» είπε και το χαμόγελο του είχε μια διάχυτη ευτυχία.  Τίποτα δεν θύμιζε αυτόν το μελαγχολικό τύπο που χα γνωρίσει κάποτε. Θα μπορούσα να πω, πως με τόση ηρεμία που τον περιέβαλλε, σχεδόν δεν τον αναγνώρισα.
            «Όσο ‘Κοελικό’ κι αν σου ακούγεται το σύμπαν συνωμότησε… Όχι, όχι μην θυμώνεις δεν έγινα δα και ρομαντικός μοιρολάτρης… Ήθελα να πω… συνωμότησα με το σύμπαν!» μού συμπλήρωσε. Σοκαρισμένη τον κοίταζα να μιλά και να εκφράζεται σαν να ‘ταν άλλος. Οι κινήσεις του, η χροιά της φωνής του, όλα γενικά, είχαν μια λάμψη. Πιο πολύ με είχε εντυπωσιάσει η κίνηση των χεριών του, δεν είχε ούτε ίχνος πια από αυτή την στατικότητα που τον διακατείχε όταν τον πρωτογνώρισα.
Μα όλα αυτά δεν θα είχαν καμία σημασία αν δεν ήταν αυτός που ήταν κάποτε, αν δεν ήμασταν αυτοί που ήμασταν κάποτε!

***

            Ήταν μια περίοδος που η ζωή στο τόπο εκείνο, με τις κατάλληλες γνωριμίες, θα μπορούσε να μοιάζει με τη ζωή σε μια πιο εξευρωπαϊσμένη Νέα Ορλεάνη. Η πτώση και τα πάθη βρίσκονταν σε μία έξαρση και διάφοροι τύποι ανθρώπων, που το μόνο τους κοινό ήταν η εντύπωση ενός έκπτωτου αγγέλου που σου προκαλούσαν, γέμιζαν το σκηνικό. Η εικόνα αυτή της πλήρους κατάπτωσης, της πλήρους αμαρτίας ήταν άκρως σαγηνευτική, όχι βέβαια από «λαογραφικό» ενδιαφέρον, αλλά για τον απλούστατο λόγο ότι ήσουν μέρος της.
            Τετάρτη βράδυ στο παλιό μπλιλιαρδάδικο με τις μουσικές μείξεις του Σάκη, επίδοξου DJ, και ο Αντώνης αποφασίζει πως εκείνη η δεδομένη στιγμή ήταν η καταλληλότερη όλων για να μάθω να χειρίζομαι τη στέκα! «Ήρθε η ώρα να σου μάθω τα μαγικά μου! Χα, ‘κοριτσάκι’ , χειροκρότα  τον δάσκαλό σου» είπε και έκανε μία μεθυσμένη υπόκλιση. «Φτιάχνουμε τα χέρια μας και το σώμα μας έτσι, τραβάμε την στέκα πίσω, σημαδεύουμε  και ΜΠΑΜ χτυπάμε την μπάλα. Τόσο απλό!». Τόσο απλό που κατάφερα να το ακολουθήσω κατά γράμμα, κατάφερα να κάνω αυτό ακριβώς που είπε και ειδικά το  ΜΠΑΜ! Χτυπώντας τη μπάλα, δεν ξέρω πως ακριβώς το κατάφερα, την έβγαλα εκτός του τραπεζιού και με πολλή μεγάλη επιδεξιότητα πέτυχα τη μπύρα ενός νεαρού που βρισκόταν στο κοντινό τραπέζι!
            Ευτυχώς, όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιου είδους μαγαζιά, τέτοια σκηνικά δεν είναι κάτι το εντυπωσιακό. Δεν προκαλούν καμία ιδιαίτερη αντίδραση στους θαμώνες παρά μόνο στους άμεσα εμπλεκόμενους. Ο νεαρός, παρότι άμεσα εμπλεκόμενος, δεν αντέδρασε και  με μια πλήρη απάθεια σήκωσε το χέρι του στον μπάρμαν : «Μία ίδια παρακαλώ» .
 Προσπαθώντας να εξιλεωθώ για την γκάφα μου, τον πλησίασα ,  και επιχειρώντας συνάμα να πνίξω το γέλιο μου, του πρότεινα να του κεράσω την μπύρα.
«Όχι» , μου είπε πριν καλά καλά ξεστομίσω τη φράση μου.
«Τι όχι;»
«Όχι δεν χρειάζεται να πληρώσεις»
«μα…»
«Όχι ευχαριστώ. Γεια σου»

            Και η συζήτηση έληξε εκεί. Η τόση απάθεια του μου προκάλεσε θυμό. «Πολύ υπεράνω ο τύπος» είπα του Αντώνη γεμάτη ειρωνεία . «Μάλλον είναι πολύ κουλτούρα! Για δες τον πως κάθεται σκεφτικός». Δεν τον είχα ξαναδεί  στο μαγαζί και ούτε πίστευα βέβαια πως θα τον ξαναέβλεπα. Το στυλ του ήταν κάπως μποέμικο και ο ίδιος έμοιαζε σαν να τον είχαν ρίξει ξαφνικά μέσα στο μαγαζί  χωρίς να ξέρει πως βρέθηκε εκεί.



https://www.youtube.com/watch?v=WftIhN5GxGk


Σάββατο 15 Μαρτίου 2014

άτιτλο

Σου έδωσε όνομα, χιλιάδες όνειρα,
σου έδωσε εικόνα και μορφή.
Γλύπτης του έρωτα, θύμα του έρωτα…
μια ιστορία τόσο τόσο τραγική.

Κι αν πλάθεις κύματα μέσα στη θάλασσα,
κι αν κλέψεις του κόσμου όλα τα τιμαλφή,
μέσα από τα άγγιγμα, μέσα απ τη σκέψη σου
η τελειότητα μπορεί να γεννηθεί.

Μα οι θεοί εδώ δεν κάνουν πλέον χάρες,
δεν συγχωρούν και δεν γεμίζουν τις πληγές.
Άλλο οι μύθοι κι ελπίδες οι μεγάλες,
το άγαλμά σου τυφλά θα ερωτευθεί!
Άλλο οι μύθοι κι ελπίδες οι μεγάλες,
η Γαλάτεια δεν θα αναστηθεί!

Και τώρα μόνος σου, μέσα στη θλίψη σου,
να περιμένεις την ανατροπή.
Μέσα απ τα χώματα, μέσα απ τα ψέματα…
την πλάνη σου να ξαναγεννηθεί.

Την ομορφότερη, την ωραιότερη,
την πιο απίθανη ανατροπή,
να γίνεις άγαλμα, άψυχο όνομα
σου ετοιμάσαν τώρα οι θεοί!

Γιατί οι θεοί εδώ δεν κάνουν πλέον χάρες,
δεν συγχωρούν και δεν γεμίζουν τις πληγές.
Άλλο οι μύθοι κι ελπίδες οι μεγάλες,
Κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να αναστηθεί!
Άλλο οι μύθοι κι ελπίδες οι μεγάλες,
ο Πυγμαλίων έχει πια παραγραφεί!





Παρασκευή 14 Μαρτίου 2014

Οι μάσκες πέφτουν.

Απόψε νομίζω πως θα πέσουν οι μάσκες.
Οι ηθοποιοί θα αποσυρθούν ως θριαμβευτές στα παρασκήνια.
Και τούτη τη ζωή που ζούσαν στο σανίδι...
σαν άλλη εκδοχή ενός ονείρου, ως συνήθεια πάλι θα ξεχάσουν.

Τα φώτα θα σβήσουν' ο κόσμος θα φύγει.
Κανένας πια δεν θα χειροκροτήσει τη αγωνία σου,
κανείς δεν θα υποκλιθεί στους ελεγκτές του.

Απόψε νομίζω πως θα πέσουν οι μάσκες.
Οι ηθοποιοί θα αποσυρθούν ως θριαμβευτές στα παρασκήνια;
Και όλα αυτά που έμαθαν να λένε και να μοιάζουν αληθινά...
δεν θα ναι τίποτα άλλο παρά ασυνάρτητες αράδες.

Η αυλαία θα κλείσει' τα σκηνικά θα φύγουν.
Κανένας πια δεν θα λογοδοτεί για τα βήματα,
κανείς πια δεν θα επιβραβεύσει τον πόνο σου.

Θα φύγουν οι ηθοποιοί΄θα κλείσουν οι πόρτες.
Και δίχως κανέναν υποβολέα πια,
δεν θα μπορούμε να αρνηθούμε τη φύση μας.
... δεν θα μπορούμε να υποδυθούμε τίποτα λιγότερο...;
Συνεχώς μετράς τα βήματα.
Μα πάλι τους ίδιους δρόμους περνάς,
τις ίδιες σκέψεις δαμάζεις,
η ίδια αυγή χαράζει.

Εδώ που είσαι, εδώ που είστε,
δεν είμαι εγώ...